λαογραφία

λαογραφία
Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore = γνώση, διδασκαλία), την οποία χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Άγγλος Γουίλιαμ Τζον Τομς (1846), θέλοντας να βρει έναν ιδιαίτερο όρο που να εννοεί τις μελέτες για τον λαϊκό πολιτισμό. Οι μελέτες αυτές ήταν ήδη διαδεδομένες τότε, αλλά δεν αποτελούσαν ακόμα μια ξεχωριστή γνωστική ενότητα. Δίπλα σε αυτό τον αγγλικό όρο οι λαογράφοι διαφόρων χωρών έπλασαν και άλλους όρους στη δική τους γλώσσα, για να καταστεί πιο σαφές το αντικείμενο της λ. Έτσι στην Ελλάδα υπάρχει ο όρος λ. –τον καθιέρωσε ο Νικόλαος Πολίτης–, στην Ιταλία ο όρος tradizioni popolari, στη Γαλλία ο όρος traditions populaires, στη Γερμανία ο όρος Volkskunde κ.ο.κ. Στα νεότερα χρόνια ορισμένοι επιστήμονες υποστήριξαν ότι η λ. θα έπρεπε να μετονομαστεί σε εθνολογία ή εθνογραφία. Οι αντιτιθέμενοι στη μετονομασία ωστόσο υποστήριξαν ότι οι διεθνείς αυτοί όροι είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσουν δύο επιστήμες οι οποίες είναι μεν συγγενείς με τη λ. αλλά έχουν και σαφείς διαφορές από αυτή. Η εθνολογία ασχολείται με τις πολιτιστικές μορφές της ζωής των λεγόμενων πρωτόγονων λαών, ενώ η λ. έχει αντικείμενό της τον λαϊκό πολιτισμό των προηγμένων χωρών, και η εθνογραφία είναι μια περιγραφική, υπηρετική της εθνολογίας, επιστήμη. Τα λαογραφικά φαινόμενα και οι λαϊκές παραδόσεις, ό,τι δηλαδή έχει το χαρακτηριστικό γνώρισμα πως προέρχεται από τα κατώτερα στρώματα μιας κοινωνίας –και στο παρελθόν μάλιστα αποτέλεσε αντικείμενο άγριων διωγμών από τις επίσημες αρχές, όπως στον Μεσαίωνα οι μαγικές τελετουργίες– άρχισαν να προκαλούν το επιστημονικό ενδιαφέρον και να κερδίζουν μια δική τους θέση δίπλα στον ανώτερο, προσωπικό πολιτισμό των διαφόρων χωρών, κυρίως από τον 16o και τον 17o αι., δηλαδή μετά την ανακάλυψη της Αμερικής (μέσα 15ου αι.). Η Αμερική αποκάλυψε στους Ευρωπαίους την ύπαρξη λαών οι οποίοι, στο σύνολό τους πλέον, παρουσιάζονταν άγριοι και πρωτόγονοι, με τρόπους ζωής που διέφεραν βασικά από τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, όχι μόνο τον σύγχρονο αλλά και του παρελθόντος. Τέθηκε τότε το πρόβλημα της ιστορικότητας των λαών εκείνων, και αυτό άρχισε να επιδρά και στην αντίληψη που επικρατούσε έως τότε για τον κατώτερο λαϊκό πολιτισμό των ευρωπαϊκών χωρών. Έτσι, κατά τους επόμενους χρόνους, άρχισε να διαμορφώνεται μια νέα στάση απέναντι στις λαϊκές εκδηλώσεις και στις παραδόσεις, τις οποίες δεν αξιολογούσαν, οπωσδήποτε όμως τις μελετούσαν και τις πρόσεχαν, γιατί τις θεωρούσαν κατάλοιπα, έσχατη μαρτυρία αρχαίων τρόπων ζωής. Ένα επόμενο βήμα έγινε με την ώθηση της ορθολογιστικής σκέψης του Διαφωτισμού, του μεγάλου πνευματικού και κοινωνικού κινήματος του 18ου αι., ο οποίος καταδίκασε βέβαια ως αξιοθρήνητες δεισιδαιμονίες τις διάφορες προλήψεις και την ευρύτατα διαδεδομένη ακόμα τότε άσκηση της μαγείας, αλλά έπαιρνε εξίσου αρνητική θέση απέναντι στις βίαιες διώξεις και στις καταδίκες των φαινομένων αυτών. Εξάλλου, ο Διαφωτισμός αμφισβητούσε τη δήθεν πολιτιστική ανωτερότητα ενός κοινωνικού στρώματος έναντι άλλου, υποστηρίζοντας ότι κάθε έθιμο και κάθε φαινόμενο θα έπρεπε να εξετάζεται σε σχέση με τον χρόνο και τον τόπο όπου είχε αναπτυχθεί και είχε βρει τη δικαίωσή του. Μετά τον ορθολογισμό και τη δίκαιη κρίση του Διαφωτισμού ήρθε η ενθουσιώδης και συχνά παράλογη στάση του ρομαντισμού, και προπάντων της ποίησής του (19ος αι.), απέναντι στον λαό. Οι Γερμανοί ρομαντικοί θεωρούσαν την έντεχνη, προσωπική ποίηση κατώτερη από τη λαϊκή· τα δημοτικά τραγούδια, οι παραδόσεις, τα παραμύθια ήταν για τους ρομαντικούς η μεγάλη δεξαμενή που είχε αποθησαυρίσει το παλιό, αγνό πνεύμα, καταδιωγμένο από την εξέλιξη του πολιτισμού. Κυριάρχησε τότε ένα πάθος συγκέντρωσης και καταγραφής όλου του υλικού της προφορικής παράδοσης. Την εποχή εκείνη έδρασαν και οι αδελφοί Βίλχελμ και Γιάκομπ Γκριμ, των οποίων η συλλογή παραμυθιών του γερμανικού λαού (1812, β’ τόμος 1815) θεωρήθηκε η βίβλος των ρομαντικών. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι ο ακραίος αυτός ενθουσιασμός δημιούργησε ένα κλίμα που ήταν αναγκαίο για την ανάπτυξη της νέας επιστήμης. Γι’ αυτό πολλοί θεωρούν, όχι άδικα, ως έτος ίδρυσης της λ. το 1858, όταν ο Γερμανός καθηγητής της ιστορίας του πολιτισμού και της στατιστικής στο πανεπιστήμιο του Μονάχου Βίλχελμ Χάινριχ Ριλ διάβασε τη διάλεξή του με τίτλο Η λαογραφία ως επιστήμη. Ο Άγγλος Έντουαρντ Μπάρνετ Τέιλορ, με το έργο του Πολιτισμός των πρωτογόνων (1871) και τις μετέπειτα εργασίες του, καθώς και οι εργασίες της αγγλικής ανθρωπολογικής (εθνολογικής) σχολής που ακολούθησαν διαμόρφωσαν τη θεωρία της πολυγενεσίας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι ομοιότητες ή –κάποτε– και οι ταυτότητες που παρατηρούνται μεταξύ των εθίμων και των δοξασιών διαφόρων λαών, που πολλές φορές απέχουν πολύ ο ένας από τον άλλο και βρίσκονται σε πρωτόγονη φάση ανάπτυξης –ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο μεταξύ τους επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης– πρέπει να θεωρηθούν αυτόνομες, διαμορφωμένες ανεξάρτητα η μία από την άλλη, σύμφωνα με τους κοινούς νόμους της εξέλιξης της ανθρωπότητας. Το αναγκαίο συμπέρασμα της θεωρίας αυτής ήταν ότι όλοι οι λαοί πέρασαν κάποτε από τις ίδιες φάσεις. Έτσι η εθνολογική σχολή συνετέλεσε στην ανάπτυξη των λαογραφικών σπουδών, με το επιχείρημα ότι θα έφερναν στο φως τα υπάρχοντα κατάλοιπα (survivals) παλαιότατων πολιτιστικών φάσεων στον πολιτισμό των ήδη προηγμένων λαών. Σταδιακά λοιπόν ωρίμασε η αντίληψη ότι τα λαογραφικά φαινόμενα έπρεπε να καταγράφονται και να εξετάζονται ψύχραιμα, χωρίς τις εχθρικές προς τον λαό ακρότητες των θαυμαστών ενός εκλεπτυσμένου πολιτισμού ή το παραλήρημα του ρομαντικού θαυμασμού για οτιδήποτε ήταν λαϊκό. Ωρίμασε δηλαδή με τον καιρό μια πραγματικά επιστημονική αντίληψη, η οποία δεν παραγνώριζε το γεγονός ότι συχνά ένα λαογραφικό φαινόμενο βρίσκεται σε αντίθεση με το κοινωνικό περιβάλλον, έχει δηλαδή αντιφατικό χαρακτήρα. Το μοιρολόι, για παράδειγμα, που ακόμα και σήμερα αποτελεί ένα στοιχείο των νεκρικών εθίμων σε διάφορα μέρη της Ελλάδας αλλά και άλλων χωρών, αποτελεί ένα παραδοσιακό λαογραφικό στοιχείο, που συγκρούεται με άλλο σύγχρονο έθιμο, το οποίο αρνείται αυτή τη θορυβώδη εκδήλωση της λύπης και είναι διαδεδομένο σε άλλα μέρη της Ελλάδας ή σε άλλες κοινωνικές τάξεις. Τα πράγματα ήταν διαφορετικά στην αρχαία Τροία, όπου, σύμφωνα με τις περιγραφές του Ομήρου, όλος ο λαός έκλαιγε τον νεκρό Έκτορα, ή και στις φυλές των πρωτόγονων, στις οποίες όλοι τηρούσαν το έθιμο. Για τον λαογράφο όμως το έθιμο, αν και εξασθενημένο, έχει την επιστημονική σημασία του και βοηθάει στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για την ψυχική ιδιοσυστασία ενός λαού· αποκαλύπτει, για παράδειγμα, την προσκόλλησή του στο παρελθόν, την ευκολία του να δέχεται ξένες επιδράσεις κ.ά. Στις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα διαδόθηκε η δημιουργία λαογραφικών ατλάντων στις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες συνεργάζονται για τον σκοπό αυτό. Σημειώνεται δηλαδή χαρτογραφικά η έκταση και η πυκνότητα διαφόρων εθίμων σε όλη την Ευρώπη, που εξακολουθούν να έχουν κάποια λειτουργική οντότητα μέχρι σήμερα και παρέχονται χρήσιμες πληροφορίες για την εξάπλωση ηθών και εθίμων και για τους πιθανούς τρόπους αλληλεπίδρασης ή δρόμους διάδοσής τους. Στη σύγχρονη εποχή, πάντως, που παρατηρείται η ραγδαία εξάπλωση του τεχνολογικού πολιτισμού, σημειώνεται και μια ανάλογη υποχώρηση ή άλλοτε αναμόρφωση του πολιτισμού της παράδοσης, έτσι ώστε η λ. να βρίσκεται αντιμέτωπη με νέα προβλήματα. Διαφωτιστικό στο σημείο αυτό είναι το έργο του Άρνολντ Θέρμαν, The Folklore of Capitalism (1937), στο οποίο αναλύεται η ανάμειξη του παραδοσιακού με το πραγματικό στοιχείο στις νεότερες τεχνοκρατικές κοινωνίες. Η ελληνική λ. διαμορφώθηκε ως επιστήμη από τον Νικόλαο Γ. Πολίτη (βλ. λ.), ο οποίος, χρησιμοποιώντας ήδη από το 1883 τον όρο λ. και οργανώνοντας, ως τμηματάρχης του Υπουργείου Παιδείας, την καταγραφή του λαογραφικού υλικού με τη βοήθεια των εκπαιδευτικών, ίδρυσε το 1908 την Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία και έναν χρόνο αργότερα το περιοδικό της εταιρείας, Λαογραφία. Ο Πολίτης υπήρξε ο πρώτος διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου, που ιδρύθηκε το 1918 με σκοπό «την περισυλλογήν, διάδοσιν και έκδοσιν των μνημείων του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού». Το 1926 το Λαογραφικό Αρχείο πέρασε στη δικαιοδοσία της Ακαδημίας Αθηνών, υπό την εποπτεία της οποίας εξακολουθεί να λειτουργεί. Από το 1966 είναι γνωστό με τον τίτλο Κέντρο Eρεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας. Με την υπαγωγή του Λαογραφικού Αρχείου στην Ακαδημία Αθηνών, προσαρτήθηκε σε αυτό και η Εθνική Μουσική Συλλογή, που είχε ιδρυθεί το 1914. Η ελληνική λ. θεμελίωσε τη δραστηριότητά της στην αντίληψη ότι έπρεπε να αξιοποιηθεί η μακρότατη και τόσο σημαντική ελληνική παράδοση, σε συνδυασμό με την τάση του ελληνικού λαού να κρατάει τις παραδόσεις του και να συντηρεί το παρελθόν του. Θεματοφύλακες του παρελθόντος θεωρήθηκαν, όπως και σε άλλα μέρη και προπάντων στη Γερμανία, οι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου, οι χωρικοί, και αυτό οδήγησε στην αποκάλυψη των θησαυρών του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, με πρώτα τα δημοτικά τραγούδια. Το έργο του Νικόλαου Πολίτη συνέχισαν οι μαθητές του Στίλπων Κυριακίδης, που περιορίστηκε κυρίως στη μελέτη της δημοτικής φιλολογίας, και Γεώργιος Μέγας, που έστρεψε τη λαογραφική έρευνα και προς τον τομέα του υλικού πολιτισμού. Διάδοχοί τους στις πανεπιστημιακές έδρες έγιναν ο Δημήτριος Πετρόπουλος, ο Γεώργιος Σπυριδάκης και ο Δημήτριος Λουκάτος. Παράλληλα πρέπει να αναφερθεί η δράση του Κέντρου Μικρασιατικών Μελετών, το οποίο ίδρυσε η Μέλπω Μερλιέ, με σκοπό να περισώσει τον ανεκτίμητο παραδοσιακό πολιτισμό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, ο οποίος ξεριζώθηκε από τις αρχαίες εστίες του με την καταστροφή του 1922. Λαϊκή λογοτεχνία. Όρος που περιλαμβάνει το σύνολο των φιλολογικών ειδών που διασώθηκαν με την προφορική παράδοση του λαού (παραμύθια, παραδόσεις, τραγούδια, παροιμίες, αινίγματα κ.ά.). Η λαϊκή λογοτεχνία αποτέλεσε για πολλούς το αποκλειστικό αντικείμενο της λ. Παρά την τάση που υπήρχε, έως τον 18o αι., να αποκλείεται αυτή η λογοτεχνία από την κατά κάποιον τρόπο επίσημη λογοτεχνία ενός λαού –τάση που αποτελούσε εκδήλωση του γενικότερου φαινομένου του αποκλεισμού του λαϊκού πολιτισμού από τον πολιτισμό των ευρωπαϊκών χωρών– παραδίδονται ήδη από τον 12o και τον 13o αι. διάφορες μικρές ή μεγαλύτερες συλλογές παροιμιών, ενώ στους μεταγενέστερους αιώνες, στο έργο των ανανεωτών του είδους της νουβέλας στα χρόνια της Αναγέννησης (Βοκάκιος, Στραπαρόλα κ.ά.), αφθονούσαν θέματα ή μοτίβα που προέρχονταν από λαϊκές διηγήσεις. Σε μια επόμενη φάση (15ος και 17ος αι.) παρατηρήθηκε μια ακόμα πιο στενή σχέση μεταξύ της προσωπικής και της λαϊκής λογοτεχνίας. Ο Ιταλός Τζαμπατίστα Μπαζίλε, για παράδειγμα, περιέλαβε στο βιβλίο του Pentamerone νουβέλες οι οποίες τις περισσότερες φορές ήταν διασκευασμένες λαϊκές διηγήσεις, ενώ στη Γαλλία ο Σαρλ Περό δημοσίευσε το 1697 συλλογή με αυθεντικά λαϊκά παραμύθια (τα περίφημα Contes de ma mère l’ Oye), τα οποία θεωρούσε κείμενα ανώτερα από τα κλασικά των αρχαίων. Ο ίδιος είχε εγκαινιάσει δέκα χρόνια νωρίτερα τον περίφημο «αγώνα των αρχαίων και των νεότερων, αντιτιθέμενος με πρωτοφανές πάθος στον θαυμασμό προς τους αρχαίους, τον οποίο είχε κληροδοτήσει στους μεταγενέστερους η Αναγέννηση. Ένα κύμα ενθουσιασμού ξέσπασε τότε στη Γαλλία αλλά και στις άλλες χώρες για τα απλοϊκά παραμύθια, καθώς όλες οι femmes galantes δημοσίευαν διασκευασμένες λαϊκές διηγήσεις. Μετά τη νηφάλια περίοδο του Διαφωτισμού, τον 18o αι., ο ίδιος ενθουσιασμός εμφανίστηκε πάλι στα χρόνια του γερμανικού ρομαντισμού (19ος αι.)· το έδαφος είχε ήδη προλειάνει από τον προηγούμενο αιώνα ο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ, διδάσκοντας πως στα παραδοσιακά λαϊκά τραγούδια «ακούμε τις παλιές φωνές των λαών». Με την κίνηση αυτή στη Γερμανία είναι συνδεδεμένα τα ονόματα του Άχιμ φον Άρνιμ, του Κλέμενς Μπρεντάνο, των αδελφών Γκριμ, οι οποίοι, με τους δύο τόμους παραμυθιών που εξέδωσαν (1812 και 1815), έγιναν οι κορυφαίοι στον κύκλο των θαυμαστών της λαϊκής ποίησης και διατύπωσαν τη χιμαιρική θεωρία, την οποία ενστερνίστηκαν οι ρομαντικοί, ότι η ποίηση αυτή πήγαζε κατά μια μυστηριώδη διαδικασία από την ψυχή του λαού, αυτόματα και συλλογικά, χωρίς τη μεσολάβηση μιας δημιουργικής προσωπικότητας. Η θεωρία αυτή αποτέλεσε το ακραίο σημείο, στο οποίο έφτασε η απεριόριστη αγάπη για τη λαϊκή ποίηση και δημιουργία. Ο Γερμανός ερευνητής των τραγουδιών Τζον Μάγερ κατάφερε στα τέλη του 19ου αι. καίριο πλήγμα στη ρομαντική θεωρία, αποδεικνύοντας ότι τραγούδια που οι ρομαντικοί τα θεωρούσαν παλιά λαϊκά ήταν τραγούδια που ανήκαν πριν στο ανώτερο στρώμα της κοινωνίας και κατέπεσαν αργότερα στο λαϊκό στρώμα. Ο Μάγερ υποστήριζε ότι ο λαός περιορίζεται στο να παραλαμβάνει υλικό από τις άλλες τάξεις, το οποίο απλώς τροποποιεί και αναπροσαρμόζει. Η αλήθεια όμως φαίνεται πως βρίσκεται στη μέση: πρωτοτυπία μπορεί να αναζητήσει κανείς σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ενώ εξάλλου οι δύο λογοτεχνίες, η λαϊκή και η λόγια, σταθερά αλληλοεπηρεάζονται. Μια από τις αρχαιότερες και επιβλητικότερες δημιουργίες της ιαπωνικής λαϊκής κληρονομιάς είναι ο πατροπαράδοτος χορός των πεταλούδων, που λέγεται ότι δημιουργήθηκε τον 9o αι. από τον αυτοκράτορα Ούντα, με την ευκαιρία μιας μεγάλης γιορτής που ήταν αφιερωμένη στα παιδιά. Το φημισμένο καρναβάλι του Ρίο ντε Tzανέιρο, που συγκεντρώνει χιλιάδες επισκέπτες σε ένα ξέφρενο ρυθμό γλεντιού. Χορός με τοπικές ενδυμασίες κατά τη γιορτή της εαρινής ισημερίας, στο Ρέτγουικ της Σουηδίας. Νεαροί Κικούγιου χορεύουν κατά τη γιορτή της περιτομής, ύστερα από την οποία θα αποκτήσουν πλήρη τα δικαιώματα της ομάδας. Ομάδα βαρελοποιών στο Μόναχο, κατά τη «Γιορτή του Οκτώβρη». Μάσκα Εσκιμώου από την Αλάσκα, που χρονολογείται από το 1875 (Μουσείο Καλών Τεχνών, Μπουλόν-σιρ-Μερ, Γαλλία). Κατασκευή καλύβας στο Μπουρούντι· το κυκλικό σχέδιο, τυπικό πολιτισμών χωαμηλού εθνολογικού επίπεδου, εξακολουθεί να επιζεί σε πολλές περιοχές της Αφρικής. Το αντικαθιστούν όμως βαθμιαία οι τετράγωνες κατοικίες, που αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο πιο ανεπτυγμένων πολιτισμών. Ο Νικόλαος Πολίτης, θεμελιωτής της ελληνικής λαογραφίας, σε πίνακα του Γ. Ιακωβίδη (Εθνική Πινακοθήκη φωτ. από την έκδ. «100 + 1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *
η (Α λαογραφία)
νεοελλ.
η επιστήμη που μελετά τον πολιτισμό ενός λαού σε μια εξελιγμένη βαθμίδα του, όπως αυτός παρουσιάζεται στις διάφορες εκφάνσεις του και στην άγραφη λογοτεχνία του, δηλαδή στις παραδόσεις, στα ήθη και έθιμα, στα τραγούδια, στην καθημερινή ζωή, σε εργαλεία και μέσα παραγωγής, σκεύη, κοσμήματα, χειροτεχνήματα κ.ά.
αρχ.
1. η απογραφή τού πληθυσμού («τοὺς Ἰουδαίους εἰς λαογραφίαν... ἀχθῆναι», ΠΔ)
2. αναλογικός προσδιορισμός τού κεφαλικού φόρου
3. συνεκδ. κεφαλικός φόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαογράφος. Τη λ. με τη νεοελληνική της σημ. χρησιμοποίησε ο Ν. Πολίτης για να αποδώσει τον γερμ. όρο Volkskunde].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαογραφία — η η επιστήμη που εξετάζει το λαϊκό πολιτισμό μιας χώρας, τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαογραφίαν — λαογραφίᾱν , λαογραφία enrolment fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cappadocian Greek language — Infobox Language name=Cappadocian region=Greece, originally Cappadocia (Central Turkey) speakers=very few, previously thought to be extinct familycolor=Indo European fam2=Greek fam3=Attic iso2=ine|iso3=cpgCappadocian, also known as Cappadocian… …   Wikipedia

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • λαογράφος — ο (Α λαογράφος) νεοελλ. ο επιστήμονας που ασχολείται με τη λαογραφία αρχ. 1. αυτός που έκανε απογραφή στον πληθυσμό 2. αξιωματούχος που προσδιόριζε τον κεφαλικό φόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. λαο * + γράφος (< γράφω). Η λ. με τη νεοελληνική της σημ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Γκένεπ, Άρνολντ Κουρ — (Arnold Kurr Van Gennep, Λούντβισμπουργκ, Γερμανία 1873 – Επερνέ, Γαλλία 1957). Γερμανός εθνολόγος και λαογράφος που έζησε στη Γαλλία. Σοβαρός και οξυδερκής μελετητής, άρχισε με μερικές εργασίες εθνολογικού χαρακτήρα, μεταξύ των οποίων κυρίως Οι… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακίδης, Στίλπων — (Κομοτηνή 1887 – Θεσσαλονίκη 1964). Λαογράφος, βυζαντινολόγος και πανεπιστημιακός. Μαθητής του Νικόλαου Πολίτη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συντάκτης του Ιστορικού λεξικού της νέας ελληνικής (1914 18) και διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου (1918 26) …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ПРЕДТЕЧА — [Иоанн Креститель; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος], крестивший Иисуса Христа, последний ветхозаветный пророк, открывший избранному народу Иисуса Христа как Мессию Спасителя (пам. 24 июня Рождество Иоанна Предтечи, 29 авг. Усекновение главы Иоанна… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”